ταγάριον

ταγάριον
τὸ, Μ
βλ. ταγάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταγάρι — το / ταγάριον, ΝΜ 1. σακίδιο από χοντρό μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται στον ώμο ιδίως σε οδοιπορία, ντορβάς 2. τάγιστρο μσν. μέτρο ξηρών καρπών ή γεννημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγή «τροφή τών υποζυγίων» + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. δοκ άρι, λυχν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”